- συγκωθωνίζομαι
- Απίνω, μεθώ μαζί με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κωθωνίζομαι «πίνω, μεθώ» (< κώθων «είδος ποτηριού»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκωθωνίζονται — συγκωθωνίζομαι tipple together pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)